
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Βλέποντας τήν φύση μας γυμνωμένη, ἀπό τήν θείαν ἔλλαμψιν καί λαμπρότητα, ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ τήν συμπόνεσε γιά τήν ἀσχημοσύνη της καί ἀφοῦ τήν πῆρε ἐπάνω Του, ἀπό τήν μεγάλη Του εὐσπλαχνία, τήν ἔδειξε πάλι πάνω στό Θαβώρ, ντυμένη λαμπρότερα , στούς τρεῖς ἐκλεκτούς μαθητές Του.1